Μαμά, θυμάσαι τα δέντρα που ζωγράφιζα όταν ήμουν μικρή;Πηγή φώτο: benetherald.benet.org
Έπαιρνα τον πιο πράσινο μαρκαδόρο και τον έκανα σβούρες σβούρες στο χαρτί μέχρι να γεμίσει φύλλα η ζωγραφιά μου.
Θυμάσαι τα μεσημέρια που σε παρακαλούσα να με αφήσεις να πάω με τον παππού στα παλιά τρένα για να παίξω στο πάρκο;
Ο παππούς με έβαζε πάνω στο πιο χαμηλό κλαδί κι εγώ ένιωθα το πιο ψηλό παιδί του κόσμου.
Δυστυχώς μαμά, τα δικά μου παιδιά δεν θα προλάβουν να τα δουν αυτά.
Δεν θα μάθουν ποτέ πόσο όμορφα ήταν τα πελώρια δέντρα του χωριού.
Α ρε μαμά, πάντοτε μου έλεγες να έχω τα μάτια μου ανοιχτά, να μάθω τον κόσμο.
Κι εγώ λαχταρουσα να μεγαλώσω και να δω.
Και μεγάλωσα.
Και είδα που να μην έβλεπα ποτέ μου.
Είδα στο όνομα του χρήματος να κάνουν στάχτη το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου ετούτου.
Τις ανθρώπινες ζωές.
Είδα κάθε χρόνο να καίνε τα καλοκαιρινά όνειρα των παιδιών.
Άκουσα πνιγμένα ουρλιαχτά και είδα δάκρυα ανθρώπων που δεν τους έμεινε τίποτα ζωντανό.
Είδα όλα τα ζωάκια που με έμαθες να αγαπώ να τρέχουν να σωθούν από τα αποκαΐδια.
Χθες το βράδυ ήρθα σε σένα -μαμά- και σου είπα πως για πρώτη φορά φοβάμαι για το μέλλον μας. Φοβάμαι πως δεν θα συγχωρεθούμε ποτέ για το κακό που προκαλέσαμε στη φύση.
Με ένα πνιγμένο "γιατί" που δε ξεστομίζεται.
Λυπάμαι πολύ μαμά.
Λυπάμαι γιατί τελειώσαμε.
Συγνώμη μαμά.
Συγνώμη Ελλάδα μου.
Συγνώμη που αποτύχαμε ως άνθρωποι.
Δείτε επίσης:
Οι άνθρωποι με την καθαρή ψυχή