y
[GDK][carousel2][#5E00FF]

Ο Γιάννης Τσιντσάρης γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1962, στο Σιδηρόκαστρο Σερρών. Η οικογένεια της μητέρας του ήταν από τη Μικρά Ασία και πέρασε τα νηπιακά του χρόνια με γεύσεις, αρώματα και οικογενειακές παραδόσεις που παραπέμπουν στην ταινία «Πολίτικη Κουζίνα». Ηταν μόλις τεσσάρων ετών όταν έφυγε με τους γονείς του από το Σιδηρόκαστρο για να μείνουν στις Σέρρες. Αιτία; Η εργασία του πατέρα του.

ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΣΕΡΡΑΙΟΙ, ΑΘΛΗΤΕΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΝΤΣΑΡΗΣ, ΣΕΡΡΕΣ, ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ,

Ο Γιάννης, ένα χαμογελαστό παιδί με στρογγυλά μάγουλα και καλούς τρόπους, έγινε γρήγορα αγαπητός και στους περίοικους της νέας του κατοικίας. «Μου είχε πει ότι περνούσαν οι συμμαθήτριές του για να πάνε μαζί σχολείο και φώναζαν “πού είναι ο παχουλούλης μας;”. Πέρασε πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Σε μια γειτονιά, όλοι αγαπημένοι, με τα αστεία και την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής», θυμάται το «χρυσό» κορίτσι του ελληνικού ακοντισμού Αννα Βερούλη, η οποία υπήρξε σύζυγός του.

Από μικρή ηλικία ήταν δυνατό παιδί και γρήγορα ανακάλυψε τον δρόμο του αθλητισμού. Και, φυσικά, προτίμησε τα δυναμικά αθλήματα. Το 1975 δοκίμασε τις δυνάμεις του στη σφαιροβολία και λίγους μήνες αργότερα βρέθηκε στην πάλη. Το 1977 τα βήματά του τον έφεραν έξω από το γυμναστήριο άρσης βαρών του Α.Ο. Σερρών. Ο, τότε, προπονητής του συλλόγου, ο Αντώνης Αρβανιτίδης, είδε ένα γυμνασμένο 15χρονο και τον φώναξε να δοκιμάσει να σηκώσει βάρη. Οταν έπιασε την μπάρα στα χέρια του ήρθε ο έρωτας με την πρώτη... κίνηση. «Δοκίμασα αρκετά αθλήματα, αλλά με κέρδισε η άρση βαρών. Αυτή με διάλεξε. Ημουν γεννημένος για αρσιβαρίστας», είχε πει σε δηλώσεις του.

Από τις πρώτες ημέρες των προπονήσεων ο Αντώνης Αρβανιτίδης κατάλαβε ότι είχε στα χέρια του ένα ακατέργαστο διαμάντι. Δεν είχε συμπληρώσει ούτε τρία χρόνια προπονήσεων όταν πήρε μέρος στο πανελλήνιο πρωτάθλημα εφήβων της Αθήνας και επέστρεψε στις Σέρρες με ασημένια μετάλλια σε ζετέ και αρασέ. Συνολικά σήκωσε 245 κιλά (115-130). Ενα μήνα αργότερα, αν και έφηβος, αγωνίστηκε στο πανελλήνιο ανδρών και ανέβασε την επίδοσή του, στο σύνολο κατά 15 κιλά (120-140), κάτι που του έδωσε την τρίτη θέση. Υστερα από τέσσερις μήνες ο 18χρονος Γιάννης, στο ευρωπαϊκό εφήβων του Σαν Μαρίνο, πρόσθεσε ακόμη 22,5 κιλά στο σύνολο (127,5 - 155). Η επίδοση του έδωσε την 6η θέση.

Η άνοδός του είναι αλματώδης. Την επόμενη χρονιά (1981) ήρθαν και τα πρώτα πανελλήνια ρεκόρ. Το ίδιο έτος αγωνίζεται και στο ευρωπαϊκό των ανδρών και στο ευρωπαϊκό των εφήβων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι εκείνη την εποχή οι αθλητές μας δεν είχαν ούτε το 1/10 από τις παροχές που απολάμβαναν οι αντίπαλοί τους. Παρ’ όλα αυτά ο νεαρός Γιάννης κερδίζει με... τη δύναμή του μία θέση ανάμεσα στους κορυφαίους αρσιβαρίστες της Γηραιάς Ηπείρου. Παίρνει μέρος σε αγώνες, σχεδόν, 1,5 χρόνο και τα 225 κ. που σήκωσε σε σύνολο στην πρώτη του εμφάνιση έχουν φτάσει τα 335. Σε κάθε αγώνα κάνει νέα ρεκόρ και βάζει και άλλα κιλά στην μπάρα. Δικαίως το 1982 ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικών Συντακτών τον βράβευσε ως τον κορυφαίο έφηβο αθλητή. Ηταν, μόλις, 20 ετών και είχε καταρρίψει πληθώρα πανελληνίων ρεκόρ.

Βερούλη: Εδινε πάντα ευκαιρίες

Το 1982 ο Γιάννης Τσιντσάρης άρχισε να αγωνίζεται στα +110 κ. όπου έγραψε «χρυσή» ιστορία. Εκείνη τη χρονιά κατέκτησε χρυσό μετάλλιο στο πρωτάθλημα της ΕΟΚ (350 κ.) Τα οικονομικά προβλήματα της Ομοσπονδίας δεν τον άφησαν να ταξιδέψει στη Βραζιλία και να αγωνιστεί στο παγκόσμιο πρωτάθλημα εφήβων. Ετσι, έχασε την ευκαιρία να προσθέσει και άλλες διακρίσεις στο βιογραφικό, καθώς οι επιδόσεις του τον τοποθετούσαν ανάμεσα στους τρεις καλύτερους εφήβους του κόσμου των +110 κ.

Το 1982 ήταν σημαντική χρονιά στη ζωή του Γιάννη Τσιντσάρη και για ακόμη έναν λόγο: γνώρισε την Αννα Βερούλη. «Γνωριστήκαμε το καλοκαίρι στο ΟΑΚΑ. Αυτός ήταν το μεγάλο όνομα του αθλητισμού. Εγώ δεν είχα κατακτήσει το χρυσό στο ευρωπαϊκό της Αθήνας. Αυτό έγινε μερικές εβδομάδες αργότερα. Δεν ήταν μόνο ένας καλός αθλητής. Ηταν και ένας ωραίος άνθρωπος. Στον ελεύθερο χρόνο του ζωγράφιζε και έδινε πάντα δεύτερες ευκαιρίες σε ανθρώπους που δεν φέρονταν καλά», μας είπε η παλαιά πρωταθλήτρια του ακοντισμού.

Τα επόμενα χρόνια ο Γιάννης Τσιντσάρης συνέχισε να βρίσκεται ανάμεσα στους κορυφαίους αθλητές της κατηγορίας του. Το 1984 «έπιασε» τα όρια πρόκρισης και έκλεισε το «εισιτήριο» για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες. Στην ίδια διοργάνωση πήρε μέρος και η Αννα Βερούλη. Ο αρσιβαρίστας αγωνίστηκε στις 8 Αυγούστου. Ζύγιζε 130,55 κ. Στην πρώτη προσπάθεια απέτυχε. Στις επόμενες ανύψωσε 155 και 162,5 και βρέθηκε στην 5η θέση. Στο ζετέ είχε έγκυρη μόνο την πρώτη προσπάθεια (185), ενώ απέτυχε στα 200. Στην τελική κατάταξη βρέθηκε στην 4η θέση, διότι δύο αθλητές ακυρώθηκαν για χρήση απαγορευμένων ουσιών. «Ολοι οι αγώνες γι’ αυτόν ήταν σημαντικοί. Κάθε φορά είχε άγχος και σεβόταν όλους τους αντιπάλους του. Δεν υποτιμούσε κανέναν», θυμάται η Αννα Βερούλη.

Η μεγάλη χαμένη ευκαιρία των Ολυμπιακών της Σεούλ

Τις επόμενες χρονιές ο Γιάννης Τσιντσάρης διακρίθηκε σε αρκετές διεθνείς διοργανώσεις και τα πανελλήνια ρεκόρ διαδέχονταν το ένα το άλλο. Το 1988 προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ. Εκεί, όμως, η μοίρα τού έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Κατά την προθέρμανση τραυματίστηκε στον ώμο και δεν μπόρεσε να ανεβεί στο πλατό.

Η τελευταία φορά που αγωνίστηκε ο Γιάννης Τσιντσάρης σε διεθνή αγώνα ήταν το 1992, στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Ουγγαρίας. Το 1993 υπέστη αποκόλληση τένοντα στον αριστερό βραχίονα. Οταν κρέμασε τα αρσιβαρίστικα παπούτσια άφησε στους συναθλητές του μόνο καλές εντυπώσεις. «Ηταν ένας χαρούμενος άνθρωπος. Του άρεσε να παίζει τάβλι και έκανε καλή παρέα», τόνισε ο παλαιός πρωταθλητής Αλέκος Σιζόπουλος και η Ελληνίδα με τα περισσότερα μετάλλια, η Μαρία Χριστοφορίδου, πρόσθεσε: «Υπήρξε από τα καλύτερα παιδιά που πέρασαν από τον χώρο μας. Με σωστές απόψεις, σοβαρός και καλός αθλητής».

Στους ξενώνες στο Ολυμπιακό Στάδιο τον αγαπούσαν οι αθλητές όλων των αθλημάτων και οι υπάλληλοι. «Οταν είχαν έρθει οι αρσιβαρίστες από τη Β. Ηπειρο, ο Γιάννης μοιραζόταν ακόμα και το φαγητό του. Είχε δικαίωμα να τρώει π.χ. δύο μερίδες και τη μία την έδινε στους συναθλητές του», θυμάται η Αννα Βερούλη.

Του άρεσε να ζωγραφίζει και το 1987 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση. Είχε στενές σχέσεις με την εκκλησία και επισκεπτόταν συχνά το Αγιον Ορος, ενώ του άρεσε το περπάτημα στη φύση. Είχε χιούμορ και, παρά το σωματικό βάρος, ως αθλητής ήταν ιδιαίτερα αλτικός και ευκίνητος. Μάλιστα παρά τα +110 κ., σύμφωνα με πληροφορίες, μπορούσε να κάνει ακόμα και... σπαγγάτο.

Η αγαπημένη του φράση ήταν «ο άνθρωπος κάνει τα μετάλλια και όχι τα μετάλλια τον άνθρωπο». Και αυτή την άποψη κράτησε ως στάση ζωής μέχρι τον θάνατό του.

Πηγή: kathimerini.gr | Έντυπη έκδοση

Από το Blogger.