Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών ο εμβληματικός Ιταλός φιλόσοφος και συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco).
Ο Έκο είχε γεννηθεί το 1932 στην Αλεσάντρια (Alessandria) του Πεδεμοντίου. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι μάχες ανάμεσα στους Ιταλούς παρτιζάνους και τους φασίστες σημάδεψαν τον 12ετή Ουμπέρτο, που είχε καταφύγει με τη μητέρα του στην επαρχία του ιταλικού Βορρά. Όπως ο ίδιος είχε πει, το θέρετρο των πολεμικών επιχειρήσεων εκείνης της εποχής θα έμενε χαραγμένο στη μνήμη του «σαν ένα μικρό γουέστερν».
Ο πόλεμος έληξε και η ηττημένη Ιταλία εισήλθε σε μια νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα, πρωταγωνιστώντας στα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα της εποχής, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην πνευματική αναγέννηση της Γηραιάς Ηπείρου σε όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Ο Έκο εγκατέλειψε τη νομική σχολή του πανεπιστημίου του Τορίνο, όπου είχε εισαχθεί μετά από πιέσεις του πατέρα του και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας, αντικείμενο που διατρέχει το έργο του. Το 1954, ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή για τον Θωμά Ακινάτη, ο οποίος γίνεται σημείο αναφοράς στο πρώτο του βιβλίο «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη», που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά. Έκτοτε και για τα υπόλοιπα οκτώ χρόνια έως το 1964, ο Έκο παρέδιδε μαθήματα στο πανεπιστήμιο του Τορίνο.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο Έκο αποκήρυξε τον καθολικισμό. Έχοντας αποφοιτήσει, ξεκίνησε να εργάζεται εκτός ακαδημίας ως δημοσιογράφος για λογαριασμό της ιταλικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Εκεί ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του, η οποία τον επηρέασε βαθιά. Το δεύτερο βιβλίο του εκδόθηκε το 1959 με τον τίτλο «Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα», αποδεικνύοντας πως το ενδιαφέρον του στη μεσαιωνική φιλοσοφία ήταν ο προορισμός της ζωής του. Με το πέρας της 18μηνης στρατιωτικής του θητείας την ίδια χρονιά (1959), ο Έκο αποχώρησε από τη RAI για να εργαστεί ως επιμελητής στον εκδοτικό οίκο Bombiani στο Μιλάνο, θέση που κράτησε έως το 1972. Νωρίτερα, το 1962, είχε νυμφευθεί τη Γερμανίδα δασκάλα καλλιτεχνικών Ρενάτε Ράμγκε (Renate Ramge) με την οποία απέκτησε έναν γιο και μία κόρη.
Στη στήλη Diario Minimo («Ελάχιστο Ημερολόγιο») που έγραφε από το Μιλάνο για την εφημερίδα Il Verri αποτυπώθηκαν οι απόψεις του για τη γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας του. Στα γραπτά εκείνα, που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό στο ιταλικό κοινό, ο Ουμπέρο Έκο εμβάθυνε περισσότερο στη σημειολογία/σημειωτική, κινούμενος ανάμεσα στη λογοτεχνική θεωρία και τη μελέτη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, αναλύοντας τα φαινόμενα μαζικής επικοινωνίας και τη σχέση λογοτεχνίας και πραγματικότητας.
Το 1965, ο Ουμπέρτο Έκο είχε εκλεγεί λέκτορας Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία, αλλά το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και δίδαξε ως καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο.
Διάλεξη του το 1967 προκάλεσε αίσθηση, καθώς εισήγαγε τον όρο «σημειολογικό αντάρτικο» για να περιγράψει τακτικές επικοινωνίας ενάντια στα συστημικά ΜΜΕ της εποχής.
Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον εστιάστηκε στις πολιτιστικές μελέτες, το ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και στη γλώσσα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, ο Ουμπέρτο Έκο ανέπτυξε τη δική του ερμηνεία στη Σημιεωτική, την οποία εκλάμβανε ως αυτοτελή επιστήμη, που αξιώνει να αγκαλιάσει όλους τους τομείς του πολιτισμού, και όχι ως απλό παράρτημα της γλωσσολογίας ή της φιλοσοφίας. Ο ίδιος μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα έως τις μέρες μας και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη.
Τη δεκαετία του ’60 έκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνική θεωρία μία νέα πρόταση για την ερμηνευτική του κειμένου και τη σχέση κειμένου αναγνώστη, όπου καταρριπτόταν η λεγόμενη αυθεντία του συγγραφέα και του ίδιου του κειμένου, στρέφοντας το ενδιαφέρον της ανάγνωσης στην πρόσληψη και ανταπόκριση του αναγνώστη.
Σύμφωνα με τη νέα εκείνη γενιά των θεωρητικών της πρόσληψης, η διαδικασία της ανάγνωσης, είναι δυναμική και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Έτσι, η ερμηνεία του κειμένου νοείται ως μια περιπέτεια διαδοχικών αναγνώσεων και προσλήψεών του. Η θεωρία αυτή διακήρυττε την επιστροφή του αναγνώστη, μετατοπίζοντας την ευθύνη της ερμηνείας από το κείμενο στην προσδοκία του αναγνώστη.
Στην κριτική της λογοτεχνίας διαδόθηκαν απόψεις ενάντια στον δομισμό και την ύπαρξη σταθερού νοήματος στο κείμενο, μέχρι το βαθμό του υποστηριχθεί ότι υπάρχουν τόσα νοήματα στο κείμενο όσα και οι αναγνώστες.
Κατά τον Έκο, υπάρχουν όρια στις απεριόριστες ερμηνείες, καθώς αυτές μπορούν να οδηγούν σε παρερμηνείες. Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι το κείμενο σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή και για μια ορισμένη αναγνωστική και ερμηνευτική κοινότητα θα πρέπει να έχει μια ορισμένη σημασία, περιορίζοντας έτσι τη ρευστότητα της ερμηνείας, όπως εξελίχθηκε στην θεωρία του αποδομισμού το ’70 και προτάθηκε από τους Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida) και Ρολάντ Μπαρτ (Roland Barthes).
Το 1971, το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια κάλεσε τον Έκο να διδάξει Σημειολογία. Ο Έκο κατέλαβε την έδρα του καθηγητή της Σημειολογίας τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ στις 2-6 Ιουνίου 1974 οργάνωσε στο Μιλάνο το πρώτο παγκόσμιο συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Σημειολογικών Μελετών (International Association for Semiotic Studies / Association Internationale de Sémiotique, IASS-AIS).
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο, ο οποίος άρχισε να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου – 1980, Το Εκκρεμές του Φουκώ – 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας – 1994, Μπαουντολίνο – 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα – 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας – 2010, Το φύλλο μηδέν- 2015).
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Το Όνομα του Ρόδου» τον έκανε ευρέως γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο και εκτός των συνόρων της χώρας του. Το μυθιστόρημα αυτό παραμένει έως σήμερα ένα από τα βιβλία με τις περισσότερες πωλήσεις και μεταφρασεις διεθνώς, καθώς ο συνδυασμός αστυνομικής πλοκής, μεσαιωνικής ιστορίας, αισθητικής θεωρίας και φιλοσοφικών αναζητήσεων παραμένει ανεπανάληπτος.
Ο Ουμπέρτο Έκο, εμβληματική προσωπικότητα της ευρωπαϊκής διανόησης, φεύγει σε μια δύσκολη εποχή για τη Γηραιά Ήπειρο, η οποία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις διαφορετικές ερμηνείες των συνθηκών της, θυμίζοντας εκείνο το ιταλικό μοναστήρι του 1327 στη Μελκ, όπως περιγράφεται στο Όνομα του Ρόδου, όπου οι διαδοχικές δολοφονίες οδηγούν τους πρωταγωνιστές στον λαβύρινθο μιας δαιδαλώδους βιβλιοθήκης· εκεί όπου κρύβεται το μεγάλο μυστικό.
Είναι η ανατρεπτική δύναμη του γέλιου που απειλεί την τάξη των πραγμάτων, την εξουσία της αυθεντίας, τη δύναμη των θεσμών, μας εκμυστηρεύται ο Έκο. Ίσως, αυτό το σημειολογικό αντάρτικο σε ένα χαμένο κείμενο του Αριστοτέλη -όπως το θέλει η πλοκή-, κόντρα στον δογματισμό του δολοφόνου, να είναι η απάντηση στο χαμένο νόημα της Ευρώπης, οκτώ αιώνες μετά τα φανταστικά γεγονότα ή μόλις τρεις δεκαετίες μετά τη μεταφορά τους στην πραγματικότητα της σημερινής εποχής και τις προσδοκίες της.
Είναι ώρα να αποθεωθούν ξανά οι αναγνώστες των κειμένων, που -στην περίπτωση των ευρωπαϊκών συνθηκών και απέναντι σε όσους τις συγγράφουν- δεν είναι άλλοι παρά από τους πολίτες.
Πηγή: press724.gr
Ο Έκο είχε γεννηθεί το 1932 στην Αλεσάντρια (Alessandria) του Πεδεμοντίου. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι μάχες ανάμεσα στους Ιταλούς παρτιζάνους και τους φασίστες σημάδεψαν τον 12ετή Ουμπέρτο, που είχε καταφύγει με τη μητέρα του στην επαρχία του ιταλικού Βορρά. Όπως ο ίδιος είχε πει, το θέρετρο των πολεμικών επιχειρήσεων εκείνης της εποχής θα έμενε χαραγμένο στη μνήμη του «σαν ένα μικρό γουέστερν».
Ο πόλεμος έληξε και η ηττημένη Ιταλία εισήλθε σε μια νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα, πρωταγωνιστώντας στα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα της εποχής, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην πνευματική αναγέννηση της Γηραιάς Ηπείρου σε όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Ο Έκο εγκατέλειψε τη νομική σχολή του πανεπιστημίου του Τορίνο, όπου είχε εισαχθεί μετά από πιέσεις του πατέρα του και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας, αντικείμενο που διατρέχει το έργο του. Το 1954, ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή για τον Θωμά Ακινάτη, ο οποίος γίνεται σημείο αναφοράς στο πρώτο του βιβλίο «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη», που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά. Έκτοτε και για τα υπόλοιπα οκτώ χρόνια έως το 1964, ο Έκο παρέδιδε μαθήματα στο πανεπιστήμιο του Τορίνο.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο Έκο αποκήρυξε τον καθολικισμό. Έχοντας αποφοιτήσει, ξεκίνησε να εργάζεται εκτός ακαδημίας ως δημοσιογράφος για λογαριασμό της ιταλικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Εκεί ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του, η οποία τον επηρέασε βαθιά. Το δεύτερο βιβλίο του εκδόθηκε το 1959 με τον τίτλο «Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα», αποδεικνύοντας πως το ενδιαφέρον του στη μεσαιωνική φιλοσοφία ήταν ο προορισμός της ζωής του. Με το πέρας της 18μηνης στρατιωτικής του θητείας την ίδια χρονιά (1959), ο Έκο αποχώρησε από τη RAI για να εργαστεί ως επιμελητής στον εκδοτικό οίκο Bombiani στο Μιλάνο, θέση που κράτησε έως το 1972. Νωρίτερα, το 1962, είχε νυμφευθεί τη Γερμανίδα δασκάλα καλλιτεχνικών Ρενάτε Ράμγκε (Renate Ramge) με την οποία απέκτησε έναν γιο και μία κόρη.
Στη στήλη Diario Minimo («Ελάχιστο Ημερολόγιο») που έγραφε από το Μιλάνο για την εφημερίδα Il Verri αποτυπώθηκαν οι απόψεις του για τη γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας του. Στα γραπτά εκείνα, που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό στο ιταλικό κοινό, ο Ουμπέρο Έκο εμβάθυνε περισσότερο στη σημειολογία/σημειωτική, κινούμενος ανάμεσα στη λογοτεχνική θεωρία και τη μελέτη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, αναλύοντας τα φαινόμενα μαζικής επικοινωνίας και τη σχέση λογοτεχνίας και πραγματικότητας.
Το 1965, ο Ουμπέρτο Έκο είχε εκλεγεί λέκτορας Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία, αλλά το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και δίδαξε ως καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο.
Διάλεξη του το 1967 προκάλεσε αίσθηση, καθώς εισήγαγε τον όρο «σημειολογικό αντάρτικο» για να περιγράψει τακτικές επικοινωνίας ενάντια στα συστημικά ΜΜΕ της εποχής.
Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον εστιάστηκε στις πολιτιστικές μελέτες, το ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και στη γλώσσα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, ο Ουμπέρτο Έκο ανέπτυξε τη δική του ερμηνεία στη Σημιεωτική, την οποία εκλάμβανε ως αυτοτελή επιστήμη, που αξιώνει να αγκαλιάσει όλους τους τομείς του πολιτισμού, και όχι ως απλό παράρτημα της γλωσσολογίας ή της φιλοσοφίας. Ο ίδιος μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα έως τις μέρες μας και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη.
Τη δεκαετία του ’60 έκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνική θεωρία μία νέα πρόταση για την ερμηνευτική του κειμένου και τη σχέση κειμένου αναγνώστη, όπου καταρριπτόταν η λεγόμενη αυθεντία του συγγραφέα και του ίδιου του κειμένου, στρέφοντας το ενδιαφέρον της ανάγνωσης στην πρόσληψη και ανταπόκριση του αναγνώστη.
Σύμφωνα με τη νέα εκείνη γενιά των θεωρητικών της πρόσληψης, η διαδικασία της ανάγνωσης, είναι δυναμική και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Έτσι, η ερμηνεία του κειμένου νοείται ως μια περιπέτεια διαδοχικών αναγνώσεων και προσλήψεών του. Η θεωρία αυτή διακήρυττε την επιστροφή του αναγνώστη, μετατοπίζοντας την ευθύνη της ερμηνείας από το κείμενο στην προσδοκία του αναγνώστη.
Στην κριτική της λογοτεχνίας διαδόθηκαν απόψεις ενάντια στον δομισμό και την ύπαρξη σταθερού νοήματος στο κείμενο, μέχρι το βαθμό του υποστηριχθεί ότι υπάρχουν τόσα νοήματα στο κείμενο όσα και οι αναγνώστες.
Κατά τον Έκο, υπάρχουν όρια στις απεριόριστες ερμηνείες, καθώς αυτές μπορούν να οδηγούν σε παρερμηνείες. Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι το κείμενο σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή και για μια ορισμένη αναγνωστική και ερμηνευτική κοινότητα θα πρέπει να έχει μια ορισμένη σημασία, περιορίζοντας έτσι τη ρευστότητα της ερμηνείας, όπως εξελίχθηκε στην θεωρία του αποδομισμού το ’70 και προτάθηκε από τους Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida) και Ρολάντ Μπαρτ (Roland Barthes).
Το 1971, το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια κάλεσε τον Έκο να διδάξει Σημειολογία. Ο Έκο κατέλαβε την έδρα του καθηγητή της Σημειολογίας τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ στις 2-6 Ιουνίου 1974 οργάνωσε στο Μιλάνο το πρώτο παγκόσμιο συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Σημειολογικών Μελετών (International Association for Semiotic Studies / Association Internationale de Sémiotique, IASS-AIS).
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο, ο οποίος άρχισε να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου – 1980, Το Εκκρεμές του Φουκώ – 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας – 1994, Μπαουντολίνο – 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα – 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας – 2010, Το φύλλο μηδέν- 2015).
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Το Όνομα του Ρόδου» τον έκανε ευρέως γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο και εκτός των συνόρων της χώρας του. Το μυθιστόρημα αυτό παραμένει έως σήμερα ένα από τα βιβλία με τις περισσότερες πωλήσεις και μεταφρασεις διεθνώς, καθώς ο συνδυασμός αστυνομικής πλοκής, μεσαιωνικής ιστορίας, αισθητικής θεωρίας και φιλοσοφικών αναζητήσεων παραμένει ανεπανάληπτος.
Ο Ουμπέρτο Έκο, εμβληματική προσωπικότητα της ευρωπαϊκής διανόησης, φεύγει σε μια δύσκολη εποχή για τη Γηραιά Ήπειρο, η οποία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις διαφορετικές ερμηνείες των συνθηκών της, θυμίζοντας εκείνο το ιταλικό μοναστήρι του 1327 στη Μελκ, όπως περιγράφεται στο Όνομα του Ρόδου, όπου οι διαδοχικές δολοφονίες οδηγούν τους πρωταγωνιστές στον λαβύρινθο μιας δαιδαλώδους βιβλιοθήκης· εκεί όπου κρύβεται το μεγάλο μυστικό.
Είναι η ανατρεπτική δύναμη του γέλιου που απειλεί την τάξη των πραγμάτων, την εξουσία της αυθεντίας, τη δύναμη των θεσμών, μας εκμυστηρεύται ο Έκο. Ίσως, αυτό το σημειολογικό αντάρτικο σε ένα χαμένο κείμενο του Αριστοτέλη -όπως το θέλει η πλοκή-, κόντρα στον δογματισμό του δολοφόνου, να είναι η απάντηση στο χαμένο νόημα της Ευρώπης, οκτώ αιώνες μετά τα φανταστικά γεγονότα ή μόλις τρεις δεκαετίες μετά τη μεταφορά τους στην πραγματικότητα της σημερινής εποχής και τις προσδοκίες της.
Είναι ώρα να αποθεωθούν ξανά οι αναγνώστες των κειμένων, που -στην περίπτωση των ευρωπαϊκών συνθηκών και απέναντι σε όσους τις συγγράφουν- δεν είναι άλλοι παρά από τους πολίτες.
Πηγή: press724.gr